- γδύμνια
- ηη γύμνια*.[ΕΤΥΜΟΛ. < γύμνια, με επίδραση τού γδύνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γδύμνια — η βλ. γύμνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύμνια — και γύμνια και γδύμνια, η 1. το να είναι κάποιος γυμνός 2. φτώχεια 3. έλλειψη δένδρων 4. λεηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός. Ο τ. γδύμνια* < γύμνια, με επίδραση τού γδύνω] … Dictionary of Greek